- σκυλοπνίχτης
- ο , σκυλοπνίχτρα η гнилое корыто (о негодном судне)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
σκυλοπνίχτης — ο / σκυλοπνίκτης, ΝΜ, και θηλ. σκυλοπνίχτρα, Ν, και σκυλλοπνίκτης Μ νεοελλ. μτφ. παλιό ή κακής κατασκευής πλοίο, τού οποίου οι επιβάτες κινδυνεύουν κάθε στιγμή να βρουν τραγικό θάνατο σαν τα αδέσποτα σκυλιά μσν. (ως ερμηνεία τού λυδικού ονόματος… … Dictionary of Greek
σκυλοπνίχτης — ο παλιό πλοίο και κακοτάξιδο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σκυλλοπνίκτης — ὁ, Μ βλ. σκυλοπνίχτης … Dictionary of Greek
σκυλοπνίκτης — ο, θηλ. σκυλοπνίκτρα, Ν βλ. σκυλοπνίχτης … Dictionary of Greek